- άθεος
- -η, -ο (Α ἄθεος, -ον)1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη τού Θεού2. αθεόφοβος, ασεβήςνεοελλ.1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτοςαρχ.1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία2. που τόν εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη βοήθεια τών θεών3. επίρρ. ἀθέωςμε τρόπο που επισύρει την οργή τών θεών, ασεβώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θεός.ΠΑΡ. αθεΐααρχ.ἀθεότης].
Dictionary of Greek. 2013.